- παροχευομαι
- παροχεύομαιπαρ-οχεύομαι(о самке голубя) иметь побочные сношения (с новым самцом) Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παροχεύομαι — Α (για θηλυκά ζώα που έχουν μόνιμο ταίρι) βατεύομαι και από άλλα αρσενικά ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * ὀχεύομαι «βατεύομαι»] … Dictionary of Greek
παροχεύει — παροχεύομαι copulate with other males pres ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροχεύονται — παροχεύομαι copulate with other males pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)